- λίνε
- λίνοςthe songmasc voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λίνε — Λίνος the song masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λίνε, Καρλ φον- — (Carl von Linné). Σουηδός φυσιολόγος. Βλ. λ. Λινναίος, Κάρολος … Dictionary of Greek
Λίν' — Λίνε , Λίνος the song masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Хоровая поэзия — у древних греков. Хоровое начало в развитии поэзии является одним из существенных элементов так наз. первобытного поэтического синкретизма, т. е. сочетания ритмических, плясовых движений с музыкой и словом, причем руководящая роль выпадала на… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
НАРОДНАЯ ПЕСНЬ — • Populi versus. У греков H. песнь имела второстепенное значение частью потому, что художественная поэзия у них была народная, частью же потому, что поэтические элементы в народе вследствие художественного таланта греков легко… … Реальный словарь классических древностей
αρχαιολογία — Η επιστήμη που μελετά την αρχαιότητα μέσα από όλα τα μνημεία και τα υλικά κατάλοιπά της. Η α. επιδιώκει να αποκαταστήσει τις διάφορες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου, αφήνοντας κατά μέρος όμως τις μαρτυρίες, που ανήκουν στη σφαίρα αρμοδιότητας της… … Dictionary of Greek
βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… … Dictionary of Greek
Αίλινος ή Οιτόλινος — Αρχαίο λαϊκό θρηνητικό άσμα (μοιρολόι) για τον τραγικό θάνατο του Λίνου, που κατασπαράχτηκε από σκυλιά σε νεαρότατη ηλικία, το οποίο άρχιζε και τελείωνε με την επίκληση Αΐ Λίνε. Το έψελναν συνήθως νέες στον τρύγο, ίσως από συσχετισμό του ονόματος … Dictionary of Greek
Γιάκομπσεν, Γενς Πέτερ — (Jens Peter Jacobsen, Τίστεντ 1847 – 1885). Δανός συγγραφέας. Τα παιδικά του χρόνια τα έζησε σε στενή επαφή με τη φύση. Σπούδασε φυσική και χημεία στην Κοπεγχάγη και μετά βοτανική. Οπαδός του Δαρβίνου, μετέφρασε τα έργα του και διέδωσε τις… … Dictionary of Greek
Γκλεν Moρ — (Glen More).Ονομασία γεωλογικού ρήγματος της βόρειας Σκοτίας με κατεύθυνση από ΒΔ προς ΝΔ, ανάμεσα στο Μόρεϊ Φερθ και το Λοχ Λίνε. Η εδαφική αυτή ανωμαλία έχει μήκος περίπου 100 χλμ. και είναι τεκτονικής προέλευσης. Κατά μήκος του Γ.Μ. εκτείνεται … Dictionary of Greek